- χραίσμῃ
- χραίσμηhelpfem dat sg (attic epic ionic)χραισμέωward offaor subj mp 2nd sg (epic)χραισμέωward offaor subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χραίσμη — help fem nom/voc sg (attic epic ionic) χραισμέω ward off pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χραισμέω ward off imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμη — ἡ, Α προστασία ή βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χραισμῶ*] … Dictionary of Greek
χραισμῇ — χραισμέω ward off pres subj mp 2nd sg χραισμέω ward off pres ind mp 2nd sg χραισμέω ward off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμῃσι — χραίσμη help fem dat pl (epic ionic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραίσμῃσιν — χραίσμη help fem dat pl (epic ionic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
χραίσμησις — ήσεως, ἡ, Α [χραισμῶ] χραίσμη* … Dictionary of Greek
χραισμήεις — εσσα, εν, Α χρήσιμος, ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήεις (βλ. και λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] … Dictionary of Greek
χραῖσμ' — χραῖσμαι , χραίσμη help fem nom/voc pl χραῖσμε , χραισμέω ward off aor imperat act 2nd sg (epic) χραῖσμε , χραισμέω ward off aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)